χειλοποτώ

χειλοποτώ
χειλοποτῶ, -έω, ΝΑ
πίνω με την άκρη τών χειλιών μου, ροφώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + -ποτῶ (< -πότης < πότης < πίνω), πρβλ. οἰνο-ποτῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χειλοπότης — ο, Ν [χειλοποτώ] αυτός που πίνει ροφώντας με τα άκρα τών χειλιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”